πιστότερος

πιστότερος
πιστός 1
liquid
masc nom comp sg
πιστός 2
to be trusted
masc nom comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • πιστοτερώ — έω, Μ παρέχω μεγαλύτερη πίστη, δηλ. είμαι άξιος εμπιστοσύνης περισσότερο από κάποιον άλλο («τά πράγματα πιστοτεροῡσι τῶν ρημάτων», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρ. πιστότερος τού πιστός (πρβλ. υπέρτερος > υπερτερώ)] …   Dictionary of Greek

  • Οξιενστιέρνα, Άξελ Γκούσταβσον — (Count Axel Gustafsson Oxenstierna, Φαίναι, Ουψάλα 1583 – Στοκχόλμη 1654). Σουηδός πολιτικός. Καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, η οποία τον 15o και τον 16o αι. είχε δώσει στη Σουηδία ισχυρούς υπουργούς. Σε ηλικία 23 ετών μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”